- κυνοσφαγής
- κυνοσφαγής, -ές (Α)(για την Εκάτη) αυτή προς τιμήν τής οποίας θυσιάζονται σκύλοι («τῆς κυνοσφαγοῡς θεᾱς», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + -σφαγής (< θ. σφαγ-, πρβλ. ἐ-σφάγ-ην, παθ. αόρ. τού σφάζω / σφάττω), πρβλ. νεο-σφαγής].
Dictionary of Greek. 2013.